Βούφα ή αργαλειός. Ένα πολύ παλαιό παραδοσιακό ξύλινο εργαλείο που έδινε πολλά στην κύπρια οικοκυρά. Πάρα πολλά ήταν τα υφαντά που θα μπορούσες να φτιάξεις με λογής λογής σχέδια και νήματα, από ανδρικές και γυναικείες ενδυμασίες, μέχρι σεντόνια, χαλιά, κουρτίνες, τραπεζομάντηλα, κουνουπιέρες, σκεπάσματα κρεβατιών, δισάτσια, χράμια και πολλά άλλα.

Ανάλογα με το είδος και τη χρήση, εδιακοσμούντο με σχέδια κατά την ύφανση, με κρόσσια, με χάντρες, κλπ. Στη Δρυνιά αλλά και γενικά στα κυπριακά χωριά, χρησιμοποιήθηκε πάρα πολύ σε διάφορες εποχές. Σήμερα χρησιμοποιείται λιγότερο βέβαια, και σε μερικά από τα χωριά μας, πιθανόν να το διατηρούν ως αρχαίο λαϊκό παραδοσιακό τεκμήριο. Το όνομα βούφα προέρχεται από την αρχαία Ύφη που σημαίνει ύφανση. Το εργαλείο αυτό της υφαντικής, διαφορετικά λέγεται και αρκαστήριν, από το ρήμα εργάζομαι, γιατί η ύφανση θεωρείτο μια από τις βασικότερες ασχολίες των γυναικών στο σπίτι.

Ας δούμε παρακάτω πως μια υφάντρα δουλεύει για να φτιάξει τα υφαντά της: Τέσσερεις κάθετοι ξύλινοι στύλοι στερεώνονται στο έδαφος, σε σχήμα παραλληλόγραμμο. Άλλα δυο κυλινδρικά ξύλα, τοποθετούνται στο μπροστινό μέρος (αντίν) και στο πίσω μέρος (πισάντιν). Τα δύο κυλινδρικά ξύλα γυρίζουν και στο ένα τυλίγονται οι μακριές κλωστές του μελλοντικού υφαντού (το λεγόμενο στημόνι), ενώ στο άλλο τυλίγεται το τελειωμένο ύφασμα). Οι κλωστές του στημονιού περνούν μια - μια από τα μιτάρκα (κάθετα τοποθετημένα νήματα) και από τα δόντια ενός ξύλινου χτενιού, ξεκινώντας από το πισάντιν και καταλήγοντας στο αντίν. Τα μιτάρκα ανεβοκατεβαίνουν με τη βοήθεια ενός απλού μηχανισμού, που τίθεται σε κίνηση με πατήθκια, που ο χειρισμός τους γίνεται με τα πόδια. Μαζί με τα μιτάρκα ανεβοκατεβαίνουν ανάλογα και οι κλωστές. Με το πάτημα του ενός πατηδκιού κατεβαίνουν προς τα κάτω οι μισές κλωστές, έτσι ώστε δημιουργούν ένα κενό μεταξύ του συνόλου των κλωστών. Από το κενό αυτό η υφάντρα περνά κατά πλάτος το υφάδι (νήμα τυλιγμένο σε σαϊτα που λέγεται μακούτζιν). Πατώντας το δεύτερο πατήδι, οι άλλες μισές κλωστές κατεβαίνουν, ενώ οι πρώτες μισές υψώνονται. Έτσι οι κλωστές σταυρώνονται μεταξύ τους και με το νήμα του μακουτζιού. Για να στερεωθεί καλύτερα το κάθε ένα υφάδι, η υφάντρα το χτυπά με το χτένι, που κινείται μπροστά και πίσω.

Έτσι συνεχίζεται η ύφανση, και οι κλωστές συνεχώς ξετυλίγονται από το πισάντιν για να υφανθούν και να τυλιχθούν σαν υφαντό πια, στο αντίν. Με τη χρησιμοποίηση διαφορετικών χρωμάτων κλωστών στο υφάδι, επιτυγχάνεται μια ποικιλία χρωμάτων στα υφαντά.